- γερακάτος
- γερακάτος, η , ο , γερακήσιος, α, ον1) изогнутый, кривой (о клюве и т. п.); 2) соколиный; 3) ястребиный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γερακάτος — η, ο [γεράκι] 1. καμπύλος, κυρτός 2. αυτός που θυμίζει γεράκι (α. «μάτια γερακάτα» έξυπνα σαν τού γερακιού β. «χρώμα γερακάτο» σταχτί) … Dictionary of Greek
γερακάτος — η, ο αυτός που θυμίζει σε κάτι το γεράκι: Είχε γερακάτο βλέμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγερακάτος — η, ο ο γερακάτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + γερακάτος] … Dictionary of Greek
γερακιανός — ή, ό [γεράκι] ο γερακάτος* … Dictionary of Greek
γερακωτός — ή, ό [γεράκι] ο γερακάτος … Dictionary of Greek